βιζικάντι

βιζικάντι
το και βεζικάντι και βιζιγάντι
1. εκδόριο, έμπλαστρο που κολλιέται στο δέρμα για ν' απορροφήσει επιβλαβή υγρά
2. μτφ. ο εκμεταλλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vescicante «εκδόριο» ή μτφ. «ενοχλητικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιζικάντι — βιζικάντι, το και βιζιγάντι, το (λ. ιταλ.), το εκδόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιακί — το εκδόριον, βιζικάντι …   Dictionary of Greek

  • εκδόριο — το (Α ἐκδόριος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκδόρια μικρό έμπλαστρο που κολλά στο δέρμα και προκαλεί ορώδη έκκριση με αφαίρεση τμήματος τής επιδερμίδας, βιζικάντι αρχ. αυτός που προκαλεί εκδορά …   Dictionary of Greek

  • ξυσμάλιον — ξυσμπάλιον, τὸ (Α) διαβρωτικό έμπλαστρο, βιζικάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσμα + κατάλ. άλιον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *ξυσμάλιος (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”